Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


battipòrta  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,battiˈpɔrta]

1 διπλή πόρτα
2 ρόπτρο πόρτας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  battipanni battiscopa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

battimano (ουσ αρσ )
battimare (ουσ αρσ )
battimento (ουσ αρσ )
battipalo (ουσ αρσ )
battipanni (ουσ αρσ )
battiporta (ουσ αρσ )
battiscopa (ουσ αρσ )
battista (ουσ αρσ και θηλ.)
battistero (ουσ αρσ )
battistrada (ουσ αρσ )
battitappeto (ουσ αρσ )
battito (ουσ αρσ )
battitoia (θηλ.ουσ)
battitoio (ουσ αρσ )
battitore (ουσ αρσ )
battitura (θηλ.ουσ)
battola (θηλ.ουσ)
battona (θηλ.ουσ)
battuta (θηλ.ουσ)
battuto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---