Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


batìsta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [baˈtista]

1 βατίστα (λεπτό λινό ύφασμα)
2 μπατίστα (ύφασμα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  batisfera batocchio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

batigrafia (θηλ.ουσ)
batimetria (θηλ.ουσ)
batimetro (ουσ αρσ )
batiscafo (ουσ αρσ )
batisfera (θηλ.ουσ)
batista (θηλ.ουσ)
batocchio (ουσ αρσ )
batometria (θηλ.ουσ)
batometro (ουσ αρσ )
batoscopico (επίθ.)
batosfera (θηλ.ουσ)
batosta (θηλ.ουσ)
batrace, batrace (ουσ αρσ )
batracomiomachia (θηλ.ουσ)
battage (ουσ αρσ )
battaglia (θηλ.ουσ)
battagliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
battagliero (επίθ.)
battaglio (ουσ αρσ )
battagliola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---