Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbatìsta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [baˈtista] 1 βατίστα (λεπτό λινό ύφασμα) 2 μπατίστα (ύφασμα) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |