Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


batiscàfo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [batisˈkafo]

βαθυσκάφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  batimetro batisfera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

batacchio (ουσ αρσ )
batata (θηλ.ουσ)
batigrafia (θηλ.ουσ)
batimetria (θηλ.ουσ)
batimetro (ουσ αρσ )
batiscafo (ουσ αρσ )
batisfera (θηλ.ουσ)
batista (θηλ.ουσ)
batocchio (ουσ αρσ )
batometria (θηλ.ουσ)
batometro (ουσ αρσ )
batoscopico (επίθ.)
batosfera (θηλ.ουσ)
batosta (θηλ.ουσ)
batrace, batrace (ουσ αρσ )
batracomiomachia (θηλ.ουσ)
battage (ουσ αρσ )
battaglia (θηλ.ουσ)
battagliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
battagliero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---