Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


batàcchio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [baˈtakkjo]

1 επιγλωττίδα
2 χοντροκέφαλος
3 ηλίθιος
4 κοντάρι
5 γλωσσίδι καμπάνας
6 ρόπτρο πόρτας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bastone batata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bastonata (θηλ.ουσ)
bastonatura (θηλ.ουσ)
bastoncello (ουσ αρσ )
bastoncino (ουσ αρσ )
bastone (ουσ αρσ )
batacchio (ουσ αρσ )
batata (θηλ.ουσ)
batigrafia (θηλ.ουσ)
batimetria (θηλ.ουσ)
batimetro (ουσ αρσ )
batiscafo (ουσ αρσ )
batisfera (θηλ.ουσ)
batista (θηλ.ουσ)
batocchio (ουσ αρσ )
batometria (θηλ.ουσ)
batometro (ουσ αρσ )
batoscopico (επίθ.)
batosfera (θηλ.ουσ)
batosta (θηλ.ουσ)
batrace, batrace (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---