Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbatàcchio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [baˈtakkjo] 1 επιγλωττίδα 2 χοντροκέφαλος 3 ηλίθιος 4 κοντάρι 5 γλωσσίδι καμπάνας 6 ρόπτρο πόρτας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |