Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbastoncìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bastonˈʧino] το ραβδάκι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαbastoncini [αρσ. πλυθ.] da sci = τα μπαστούνια του σκι || bastoncini [αρσ. πλυθ.] di pesce = οι ψαροκροκέτες [f.] Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |