Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbatòcchio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [baˈtɔkkjo] 1 ραβδί τύμπανου 2 σήμαντρο 3 γλωσσίδι καμπάνας 4 ρόπτρο πόρτας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |