Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


batòsta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [baˈtɔsta]

1 ήττα
2 λογομαχία
3 χτύπημα
4 πλήγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  batosfera batrace, batrace  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

batocchio (ουσ αρσ )
batometria (θηλ.ουσ)
batometro (ουσ αρσ )
batoscopico (επίθ.)
batosfera (θηλ.ουσ)
batosta (θηλ.ουσ)
batrace, batrace (ουσ αρσ )
batracomiomachia (θηλ.ουσ)
battage (ουσ αρσ )
battaglia (θηλ.ουσ)
battagliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
battagliero (επίθ.)
battaglio (ουσ αρσ )
battagliola (θηλ.ουσ)
battaglione (ουσ αρσ )
battellante (ουσ αρσ και θηλ.)
battelliere (ουσ αρσ )
battello (ουσ αρσ )
battente (ουσ αρσ )
battente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---