Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbàsto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbasto] 1 φορτίο 2 μεγάλο βάρος 3 σαμάρι 4 σάγμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |