Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bassùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [basˈsura]

1 κοιλάδα
2 χαμήλωμα
3 πεδιάδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bassotuba basta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bassofondo (ουσ αρσ )
bassopiano (ουσ αρσ )
bassorilievo (ουσ αρσ )
bassotto (ουσ αρσ )
bassotuba (ουσ αρσ )
bassura (θηλ.ουσ)
basta (θηλ.ουσ)
basta (επιφ.)
bastaio (ουσ αρσ )
bastardo (ουσ αρσ )
bastardo (επίθ.)
bastardume (ουσ αρσ )
bastare (ρ.αμτβ.)
bastevole (επίθ.)
bastia (θηλ.ουσ)
Bastiglia (κύρ.όν. θηλ.)
bastimento (ουσ αρσ )
bastione (ουσ αρσ )
basto (ουσ αρσ )
bastonare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---