Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbassùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [basˈsura] 1 κοιλάδα 2 χαμήλωμα 3 πεδιάδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |