Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbastàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [basˈtajo] 1 σαμαρτζής 2 σελοποιός 3 σαγματοπώλης 4 σαμαράς 5 σαγματοποιός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |