Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbastàrdo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [basˈtardo] 1 νόθο παιδί 2 παιδί από μη αναγνωρισμένο γάμο 3 μπάσταρδος bastàrdo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [basˈtardo] 1 διασταυρωμένος 2 κίβδηλος 3 πλαστός 4 μπαστάρδικος 5 νόθος 6 υβριδικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |