Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbastardùme
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bastarˈdume] 1 τα μπαστάρδικα παιδιά κάποιου 2 μπάσταρδοι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |