Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bàsta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbasta]

1 σούρα
2 πτυχή
3 ραφή
4 πιέτα

bàsta  
επιφώνημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈbasta]

1 επιτέλους
2 φτάνει πια
3 αρκετά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bassura bastaio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


adesso basta! = φτάνει πια! || basta così! = αρκετά!, αμάν πιά!, φθάνει!, αρκεί!


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bassopiano (ουσ αρσ )
bassorilievo (ουσ αρσ )
bassotto (ουσ αρσ )
bassotuba (ουσ αρσ )
bassura (θηλ.ουσ)
basta (θηλ.ουσ)
basta (επιφ.)
bastaio (ουσ αρσ )
bastardo (ουσ αρσ )
bastardo (επίθ.)
bastardume (ουσ αρσ )
bastare (ρ.αμτβ.)
bastevole (επίθ.)
bastia (θηλ.ουσ)
Bastiglia (κύρ.όν. θηλ.)
bastimento (ουσ αρσ )
bastione (ουσ αρσ )
basto (ουσ αρσ )
bastonare (ρ. μτβ.)
bastonarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---