ItalianoGreco


bàsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbasso]

(strumento musicale) το μπάσο

bàsso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈbasso]

1 (voce, stagione, casa) χαμηλός (-ή, -ό)
2 (persona) κοντός (-ή, -ό)

bàsso  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈbasso]

1 κάτω
2 χαμηλά


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


αεροπορία] a bassa quota [θηλ.] = aviazione χαμηλά || acqua [θηλ.] bassa = τα αβαθή νερά | τα ρηχά νερά || alti e bassi [αρσ. πλυθ.] = τα σκαμπανεβάσματα || bassa [θηλ.] marea = η άμπωτις || bassa [θηλ.] stagione = η χαμηλή σαιζόν || dall'alto in basso = από την κορφή ως τα νύχια || in basso = χαμιλά || Paesi [αρσ. πλυθ.] Bassi = οι Κάτω Χώρες [f.]



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---