Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bassìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [basˈsista]

ο μπασίστας, η μπασίστρια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bassezza basso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bassa (θηλ.ουσ)
bassacorte (θηλ.ουσ)
bassamente (επίρ.)
bassetto (αρσ. επίθ και ουσ)
bassezza (θηλ.ουσ)
bassista (ουσ αρσ και θηλ.)
basso (ουσ αρσ )
basso (επίθ.)
basso (επίρ.)
bassofondo (ουσ αρσ )
bassopiano (ουσ αρσ )
bassorilievo (ουσ αρσ )
bassotto (ουσ αρσ )
bassotuba (ουσ αρσ )
bassura (θηλ.ουσ)
basta (θηλ.ουσ)
basta (επιφ.)
bastaio (ουσ αρσ )
bastardo (ουσ αρσ )
bastardo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---