Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


basilàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [baziˈlare]

1 θεμελιακός
2 πρωταρχικός
3 θεμελιώδης
4 βασικός
5 ουσιώδης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  basico basilica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

base (θηλ.ουσ)
baseball (ουσ αρσ )
basetta (θηλ.ουσ)
basicità (θηλ.ουσ)
basico (επίθ.)
basilare (επίθ.)
basilica (θηλ.ουσ)
basilicale (επίθ.)
basilico (ουσ αρσ )
Basilio (ουσ αρσ πληθ.)
basilisco (ουσ αρσ )
basilissa (θηλ.ουσ)
basire (ρ.αμτβ.)
basista (ουσ αρσ και θηλ.)
basket (ουσ αρσ )
bassa (θηλ.ουσ)
bassacorte (θηλ.ουσ)
bassamente (επίρ.)
bassetto (αρσ. επίθ και ουσ)
bassezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---