Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Basìlio
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [baˈziljo]

ο Βασίλης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  basilico basilisco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

basico (επίθ.)
basilare (επίθ.)
basilica (θηλ.ουσ)
basilicale (επίθ.)
basilico (ουσ αρσ )
Basilio (ουσ αρσ πληθ.)
basilisco (ουσ αρσ )
basilissa (θηλ.ουσ)
basire (ρ.αμτβ.)
basista (ουσ αρσ και θηλ.)
basket (ουσ αρσ )
bassa (θηλ.ουσ)
bassacorte (θηλ.ουσ)
bassamente (επίρ.)
bassetto (αρσ. επίθ και ουσ)
bassezza (θηλ.ουσ)
bassista (ουσ αρσ και θηλ.)
basso (ουσ αρσ )
basso (επίθ.)
basso (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---