Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


basìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [baˈzista]

1 κάποιος που μαζεύει πληροφορίες για να διαπράξει έγκλημα
2 αυτός που υποστηρίζει φανατικά κάποιες αρχές
3 φονταμενταλιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  basire basket  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

basilico (ουσ αρσ )
Basilio (ουσ αρσ πληθ.)
basilisco (ουσ αρσ )
basilissa (θηλ.ουσ)
basire (ρ.αμτβ.)
basista (ουσ αρσ και θηλ.)
basket (ουσ αρσ )
bassa (θηλ.ουσ)
bassacorte (θηλ.ουσ)
bassamente (επίρ.)
bassetto (αρσ. επίθ και ουσ)
bassezza (θηλ.ουσ)
bassista (ουσ αρσ και θηλ.)
basso (ουσ αρσ )
basso (επίθ.)
basso (επίρ.)
bassofondo (ουσ αρσ )
bassopiano (ουσ αρσ )
bassorilievo (ουσ αρσ )
bassotto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---