Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bàse  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbaze]

η βάση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  basculla baseball  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


di base = βασικός [-ή, -ό] || in base a = με βάση || in base a qualcosa = με βάση κάτι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

basarsi (ρ. μ. αμτβ.)
basco (ουσ αρσ )
basco (επίθ.)
basculante (επίθ.)
basculla (θηλ.ουσ)
base (θηλ.ουσ)
baseball (ουσ αρσ )
basetta (θηλ.ουσ)
basicità (θηλ.ουσ)
basico (επίθ.)
basilare (επίθ.)
basilica (θηλ.ουσ)
basilicale (επίθ.)
basilico (ουσ αρσ )
Basilio (ουσ αρσ πληθ.)
basilisco (ουσ αρσ )
basilissa (θηλ.ουσ)
basire (ρ.αμτβ.)
basista (ουσ αρσ και θηλ.)
basket (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---