Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


basàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [baˈzare]

1 (fisicamente) βασίζω
2 (teoria) στηρίζω

basàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [baˈzarsi]

1 θεμελιώνομαι
2 στηρίζομαι
3 βασίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  basamento basco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

barzellettare (ρ.αμτβ.)
basale (αρσ. επίθ και ουσ)
basaltico (επίθ.)
basalto (ουσ αρσ )
basamento (ουσ αρσ )
basare (ρ. μτβ.)
basarsi (ρ. μ. αμτβ.)
basco (ουσ αρσ )
basco (επίθ.)
basculante (επίθ.)
basculla (θηλ.ουσ)
base (θηλ.ουσ)
baseball (ουσ αρσ )
basetta (θηλ.ουσ)
basicità (θηλ.ουσ)
basico (επίθ.)
basilare (επίθ.)
basilica (θηλ.ουσ)
basilicale (επίθ.)
basilico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---