basaménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [bazaˈmento]
1 υπόβαθρο
2 σκελετός ή πλάκα στήριξης
3 βάση της μηχανής (οχήματος)
4 στροφαλοθάλαμος
5 βάση
6 θεμέλιος λίθος
7 θεμελίωση
8 θεμέλιο
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [bazaˈmento]
1 υπόβαθρο
2 σκελετός ή πλάκα στήριξης
3 βάση της μηχανής (οχήματος)
4 στροφαλοθάλαμος
5 βάση
6 θεμέλιος λίθος
7 θεμελίωση
8 θεμέλιο
permalink
basamento (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android