Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbàsco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbasko] 1 μπερέ 2 Βάσκος bàsco επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈbasko] βασκικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |