Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bàsco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbasko]

1 μπερέ
2 Βάσκος

bàsco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈbasko]

βασκικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  basarsi basculante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

basaltico (επίθ.)
basalto (ουσ αρσ )
basamento (ουσ αρσ )
basare (ρ. μτβ.)
basarsi (ρ. μ. αμτβ.)
basco (ουσ αρσ )
basco (επίθ.)
basculante (επίθ.)
basculla (θηλ.ουσ)
base (θηλ.ουσ)
baseball (ουσ αρσ )
basetta (θηλ.ουσ)
basicità (θηλ.ουσ)
basico (επίθ.)
basilare (επίθ.)
basilica (θηλ.ουσ)
basilicale (επίθ.)
basilico (ουσ αρσ )
Basilio (ουσ αρσ πληθ.)
basilisco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---