ItalianoGreco


basàle  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [baˈzale]

1 ουσιώδης
2 πρωταρχικός
3 θεμελιώδης
4 βασικός
5 θεμελιακός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---