Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perturbarsi (ρ.μ. (αντων.)) pésa (θηλ.ουσ)
perturbatóre (αρσ. επίθ και ουσ) pesàbile (επίθ.)
perturbazióne (θηλ.ουσ) pesafìltro (ουσ αρσ )
perù (ουσ αρσ ) pesage (ουσ αρσ )
perugìno (ουσ αρσ ) pesaléttere, pesalèttere (ουσ αρσ και θηλ.)
perugìno (επίθ.) pesànte (επίθ.)
peruviàno (ουσ αρσ ) pesantézza (θηλ.ουσ)
peruviàno (επίθ.) pesàre (ρ.αμτβ.)
pervàdere (ρ. μτβ.) pesàre (ρ. μτβ.)
pervenìre (ρ.αμτβ.) pesarsi (ρ.μ. (αντων.))
perversióne (θηλ.ουσ) pesàta (θηλ.ουσ)
perversità (θηλ.ουσ) pesatóre (ουσ αρσ )
pervèrso (επίθ.) pesatrìce (θηλ.ουσ)
pervertìre (ρ. μτβ.) pesatùra (θηλ.ουσ)
pervertirsi (ρ.μ. (αντων.)) pèsca (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pervertìto (ουσ αρσ ) pésca (θηλ.ουσ)
pervertìto (επίθ.) pescàggio (ουσ αρσ )
pervertitóre (αρσ. επίθ και ουσ) pescagióne (θηλ.ουσ)
pervicàce (επίθ.) pescàia (θηλ.ουσ)
pervicaceménte (επίρ.) pescàre (ρ.αμτβ.)
pervicàcia (θηλ.ουσ) pescàre (ρ. μτβ.)
pervietà (θηλ.ουσ) pescàta (θηλ.ουσ)
pervìnca (θηλ.ουσ) pescatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
pervìnca (επίθ.) pescatrìce (θηλ.ουσ)
pèrvio (επίθ.) pésce (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: