Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

masterizzatóre (ουσ αρσ ) masturbazióne (θηλ.ουσ)
masticàbile (επίθ.) masùrio (ουσ αρσ )
masticabilità (θηλ.ουσ) matador (ουσ αρσ )
masticaménto (ουσ αρσ ) matafióne (ουσ αρσ )
masticàre (ρ. μτβ.) matàssa (θηλ.ουσ)
masticàto (επίθ.) matassatóre (ουσ αρσ )
masticatóre (αρσ. επίθ και ουσ) matassatùra (θηλ.ουσ)
masticatòrio (ουσ αρσ ) match (ουσ αρσ )
masticatòrio (επίθ.) màte (θηλ.ουσ)
masticatùra (θηλ.ουσ) matelassé (ουσ αρσ )
masticazióne (θηλ.ουσ) matemàtica (θηλ.ουσ)
màstice (ουσ αρσ ) matematicaménte (επίρ.)
mastìno (ουσ αρσ ) matemàtico (ουσ αρσ )
mastìte (θηλ.ουσ) matemàtico (επίθ.)
mastodónte (ουσ αρσ ) materassàio (ουσ αρσ )
mastodòntico (επίθ.) materassìno (ουσ αρσ )
mastòide (θηλ.ουσ) materàsso (ουσ αρσ )
mastoidectomìa (θηλ.ουσ) matèria (θηλ.ουσ)
mastoidèo (επίθ.) materiàle (ουσ αρσ )
mastoidìte (θηλ.ουσ) materiàle (επίθ.)
mastopatìa (θηλ.ουσ) materialìsmo (ουσ αρσ )
màstra (θηλ.ουσ) materialìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
màstro (αρσ. επίθ και ουσ) materialìsta (επίθ.)
masturbàre (ρ. μτβ.) materialìstico (επίθ.)
masturbàrsi (ρ. μ. αμτβ.) materialità (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: