Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmasturbàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [masturˈbare] μαλακίζω κάποιον masturbàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [masturˈbarsi] 1 αυνανίζομαι 2 μαλακίζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |