Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mastoidèo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [mastojˈdɛo]

Μαστοειδής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mastoidectomia mastoidite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mastite (θηλ.ουσ)
mastodonte (ουσ αρσ )
mastodontico (επίθ.)
mastoide (θηλ.ουσ)
mastoidectomia (θηλ.ουσ)
mastoideo (επίθ.)
mastoidite (θηλ.ουσ)
mastopatia (θηλ.ουσ)
mastra (θηλ.ουσ)
mastro (αρσ. επίθ και ουσ)
masturbare (ρ. μτβ.)
masturbarsi (ρ. μ. αμτβ.)
masturbazione (θηλ.ουσ)
masurio (ουσ αρσ )
matador (ουσ αρσ )
matafione (ουσ αρσ )
matassa (θηλ.ουσ)
matassatore (ουσ αρσ )
matassatura (θηλ.ουσ)
match (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---