Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmastodónte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [mastoˈdonte] 1 γίγαντας 2 κάτι γιγάντιο 3 μαστόδοντο 4 κολοσσός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |