Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmastìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [masˈtino] 1 μαντρόσκυλο 2 τσοπανόσκυλο 3 σκύλος φρουρός 4 μολοσσός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |