Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


masticatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [mastikaˈtura]

μασημένη τροφή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  masticatorio masticazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

masticare (ρ. μτβ.)
masticato (επίθ.)
masticatore (αρσ. επίθ και ουσ)
masticatorio (ουσ αρσ )
masticatorio (επίθ.)
masticatura (θηλ.ουσ)
masticazione (θηλ.ουσ)
mastice (ουσ αρσ )
mastino (ουσ αρσ )
mastite (θηλ.ουσ)
mastodonte (ουσ αρσ )
mastodontico (επίθ.)
mastoide (θηλ.ουσ)
mastoidectomia (θηλ.ουσ)
mastoideo (επίθ.)
mastoidite (θηλ.ουσ)
mastopatia (θηλ.ουσ)
mastra (θηλ.ουσ)
mastro (αρσ. επίθ και ουσ)
masturbare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---