Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


màstra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmastra]

1 σκάφη ζυμώματος
2 πλαίσιο στήριξης ιστού ή βαρούλκου (ειδικά όταν περνά μέσα από το κατάστρωμα)
3 ανυψωμένο πλαίσιο ανοίγματος πλοίου για να κρατά τα νερά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mastopatia mastro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mastoide (θηλ.ουσ)
mastoidectomia (θηλ.ουσ)
mastoideo (επίθ.)
mastoidite (θηλ.ουσ)
mastopatia (θηλ.ουσ)
mastra (θηλ.ουσ)
mastro (αρσ. επίθ και ουσ)
masturbare (ρ. μτβ.)
masturbarsi (ρ. μ. αμτβ.)
masturbazione (θηλ.ουσ)
masurio (ουσ αρσ )
matador (ουσ αρσ )
matafione (ουσ αρσ )
matassa (θηλ.ουσ)
matassatore (ουσ αρσ )
matassatura (θηλ.ουσ)
match (ουσ αρσ )
mate (θηλ.ουσ)
matelassé (ουσ αρσ )
matematica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---