Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


màte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmate]

1 τσάι από τα φύλλα του φυτού Ilex paraguariensis
2 ξεραμένα φύλλα του φυτού Ilex paraguariensis


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  match matelassé  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

matafione (ουσ αρσ )
matassa (θηλ.ουσ)
matassatore (ουσ αρσ )
matassatura (θηλ.ουσ)
match (ουσ αρσ )
mate (θηλ.ουσ)
matelassé (ουσ αρσ )
matematica (θηλ.ουσ)
matematicamente (επίρ.)
matematico (ουσ αρσ )
matematico (επίθ.)
materassaio (ουσ αρσ )
materassino (ουσ αρσ )
materasso (ουσ αρσ )
materia (θηλ.ουσ)
materiale (ουσ αρσ )
materiale (επίθ.)
materialismo (ουσ αρσ )
materialista (ουσ αρσ και θηλ.)
materialista (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---