Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmaterassàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [materasˈsajo] 1 εφαπλωματοποιός 2 παπλωματάς 3 κατασκευαστής ή πωλητής παπλωμάτων ή στρωμάτων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |