Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


materializzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [materjalidˈdzare]

1 αντικειμενοποιώ
2 υλοποιώ
3 πραγματοποιώ

materializzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [materjalidˈdzare]

1 εμφανίζομαι ξαφνικά
2 έρχομαι στην ύπαρξη
3 πραγματοποιούμαι
4 υλοποιούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  materialità materializzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

materialismo (ουσ αρσ )
materialista (ουσ αρσ και θηλ.)
materialista (επίθ.)
materialistico (επίθ.)
materialità (θηλ.ουσ)
materializzare (ρ. μτβ.)
materializzarsi (ρ.μ. (αντων.))
materializzazione (θηλ.ουσ)
materialmente (επίρ.)
materialone (ουσ αρσ )
maternamente (επίρ.)
maternità (θηλ.ουσ)
materno (επίθ.)
materozza (θηλ.ουσ)
matinee (θηλ.ουσ)
matita (θηλ.ουσ)
matraccio (ουσ αρσ )
matriarcale (επίθ.)
matriarcato (ουσ αρσ )
matrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---