Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmaternità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [materniˈta] η μητρότητα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαreparto [αρσ.] maternità = το μαϊευτικό τμήμα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |