Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmatèrno
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [maˈtɛrno] 1 (lingua) μητρικός (-ή, -ό) 2 (parenti) απ' την πλευρά της μητέρας permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαscuola [θηλ.] materna = το νηπιαγωγείο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |