Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


matèrno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [maˈtɛrno]

1 (lingua) μητρικός (-ή, -ό)
2 (parenti) απ' την πλευρά της μητέρας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  maternità materozza  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


scuola [θηλ.] materna = το νηπιαγωγείο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

materializzazione (θηλ.ουσ)
materialmente (επίρ.)
materialone (ουσ αρσ )
maternamente (επίρ.)
maternità (θηλ.ουσ)
materno (επίθ.)
materozza (θηλ.ουσ)
matinee (θηλ.ουσ)
matita (θηλ.ουσ)
matraccio (ουσ αρσ )
matriarcale (επίθ.)
matriarcato (ουσ αρσ )
matrice (θηλ.ουσ)
matriciale (επίθ.)
matricida (ουσ αρσ και θηλ.)
matricida (επίθ.)
matricidio (ουσ αρσ )
matricina (θηλ.ουσ)
matricola (θηλ.ουσ)
matricolare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---