Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


matricolàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [matrikoˈlare]

1 ο της εγγραφής σε μητρώο
2 εισαγωγικός στην τριτοβάθμια εκπαίδευση
3 ο της εγγραφής σε πανεπιστήμιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  matricola matricolato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

matricida (ουσ αρσ και θηλ.)
matricida (επίθ.)
matricidio (ουσ αρσ )
matricina (θηλ.ουσ)
matricola (θηλ.ουσ)
matricolare (επίθ.)
matricolato (επίθ.)
matricolazione (θηλ.ουσ)
matrigna (θηλ.ουσ)
matrilineare (επίθ.)
matrimoniale (επίθ.)
matrimonialista (ουσ αρσ και θηλ.)
matrimonio (ουσ αρσ )
matrizzare (ρ.αμτβ.)
matrona (θηλ.ουσ)
matronale (επίθ.)
matroneo (ουσ αρσ )
matronimico (ουσ αρσ )
matronimico (επίθ.)
matta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---