Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmatrimoniàle
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [matrimoˈnjale] γαμήλιος (-α, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcamera [θηλ.] matrimoniale = η κρεβατοκάμαρα || letto [αρσ.] matrimoniale = το διπλό κρεβάτι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |