Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


matrimoniàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [matrimoˈnjale]

γαμήλιος (-α, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  matrilineare matrimonialista  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


camera [θηλ.] matrimoniale = η κρεβατοκάμαρα || letto [αρσ.] matrimoniale = το διπλό κρεβάτι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

matricolare (επίθ.)
matricolato (επίθ.)
matricolazione (θηλ.ουσ)
matrigna (θηλ.ουσ)
matrilineare (επίθ.)
matrimoniale (επίθ.)
matrimonialista (ουσ αρσ και θηλ.)
matrimonio (ουσ αρσ )
matrizzare (ρ.αμτβ.)
matrona (θηλ.ουσ)
matronale (επίθ.)
matroneo (ουσ αρσ )
matronimico (ουσ αρσ )
matronimico (επίθ.)
matta (θηλ.ουσ)
mattacchione (ουσ αρσ )
mattana (θηλ.ουσ)
mattanza (θηλ.ουσ)
mattata (θηλ.ουσ)
mattatoio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---