Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmattatóio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [mattaˈtojo] 1 τόπος σφαγής ζώων 2 σφαγείο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |