Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mattatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mattaˈtore]

1 σφαγέας
2 πρόσωπο που κυνηγά την προβολή
3 χασάπης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mattatoio mattazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mattacchione (ουσ αρσ )
mattana (θηλ.ουσ)
mattanza (θηλ.ουσ)
mattata (θηλ.ουσ)
mattatoio (ουσ αρσ )
mattatore (ουσ αρσ )
mattazione (θηλ.ουσ)
matteo (ουσ αρσ )
matterello (ουσ αρσ )
matteria (θηλ.ουσ)
mattia (θηλ.ουσ)
mattina (θηλ.ουσ)
mattinale (ουσ αρσ )
mattinale (επίθ.)
mattinata (θηλ.ουσ)
mattiniero (επίθ.)
mattino (ουσ αρσ )
matto (επίθ.)
mattoide (ουσ αρσ και θηλ.)
mattoide (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---