Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mattìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [matˈtino]

1 πρωί
2 πρωία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mattiniero matto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mattina (θηλ.ουσ)
mattinale (ουσ αρσ )
mattinale (επίθ.)
mattinata (θηλ.ουσ)
mattiniero (επίθ.)
mattino (ουσ αρσ )
matto (επίθ.)
mattoide (ουσ αρσ και θηλ.)
mattoide (επίθ.)
mattonaia (θηλ.ουσ)
mattonaio (ουσ αρσ )
mattonare (ρ. μτβ.)
mattonato (ουσ αρσ )
mattonato (επίθ.)
mattone (ουσ αρσ )
mattonella (θηλ.ουσ)
mattoniera (θηλ.ουσ)
mattonificio (ουσ αρσ )
mattutino (ουσ αρσ )
mattutino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---