Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mattonàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mattoˈnato]

1 επιφάνεια χτισμένη με τούβλα
2 επιφάνεια πλινθόκτιστη

mattonàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [mattoˈnato]

στρωμένος με πλίνθους


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mattonare mattone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mattoide (ουσ αρσ και θηλ.)
mattoide (επίθ.)
mattonaia (θηλ.ουσ)
mattonaio (ουσ αρσ )
mattonare (ρ. μτβ.)
mattonato (ουσ αρσ )
mattonato (επίθ.)
mattone (ουσ αρσ )
mattonella (θηλ.ουσ)
mattoniera (θηλ.ουσ)
mattonificio (ουσ αρσ )
mattutino (ουσ αρσ )
mattutino (επίθ.)
maturando (αρσ. επίθ και ουσ)
maturare (ρ.αμτβ.)
maturare (ρ. μτβ.)
maturarsi (ρ.μ. (αντων.))
maturazione (θηλ.ουσ)
maturità (θηλ.ουσ)
maturo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---