Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mattóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [matˈtone]

το τούβλο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mattonato mattonella  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mattonaia (θηλ.ουσ)
mattonaio (ουσ αρσ )
mattonare (ρ. μτβ.)
mattonato (ουσ αρσ )
mattonato (επίθ.)
mattone (ουσ αρσ )
mattonella (θηλ.ουσ)
mattoniera (θηλ.ουσ)
mattonificio (ουσ αρσ )
mattutino (ουσ αρσ )
mattutino (επίθ.)
maturando (αρσ. επίθ και ουσ)
maturare (ρ.αμτβ.)
maturare (ρ. μτβ.)
maturarsi (ρ.μ. (αντων.))
maturazione (θηλ.ουσ)
maturità (θηλ.ουσ)
maturo (επίθ.)
matusa (ουσ αρσ και θηλ.)
matusalemme (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---