ItalianoGreco


maturàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [matuˈrare]

1 (frutto) ωριμάζω
2 (persona) ενηλικιώνομαι

maturàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [matuˈrare]

1 φέρνω (σε κάποιον) ωριμότητα
2 προκαλώ ωρίμανση
3 προκαλώ επούλωση (αποστήματος)

maturarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [matuˈrarsi]

1 δένω
2 ωριμάζω
3 ψήνομαι
4 ψωμώνω
5 γουρμάζω
6 γίνομαι
7 μεστώνω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---