ItalianoGreco


maturità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [maturiˈta]

η ωριμότητα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


diploma [αρσ.] di maturità = το απολυτήριο λυκείου || esame [αρσ.] di maturità = οι εξετάσεις [f.] γιά το απολυτήριο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---