Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


maturità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [maturiˈta]

η ωριμότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  maturazione maturo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


diploma [αρσ.] di maturità = το απολυτήριο λυκείου || esame [αρσ.] di maturità = οι εξετάσεις [f.] γιά το απολυτήριο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

maturando (αρσ. επίθ και ουσ)
maturare (ρ.αμτβ.)
maturare (ρ. μτβ.)
maturarsi (ρ.μ. (αντων.))
maturazione (θηλ.ουσ)
maturità (θηλ.ουσ)
maturo (επίθ.)
matusa (ουσ αρσ και θηλ.)
matusalemme (ουσ αρσ )
mauriziano (επίθ.)
Maurizio (κύρ.όν. αρσ.)
mauro (αρσ. επίθ και ουσ)
mausoleo (ουσ αρσ )
maxi (θηλ.ουσ)
maxi (επίθ.)
maxicappotto (ουσ αρσ )
maxigonna (θηλ.ουσ)
maxillofacciale (επίθ.)
maximum (ουσ αρσ )
maxwell (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---