Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmàximum
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈmaksimum] 1 μέγιστο 2 μέγιστο όριο 3 οροφή 4 πλαφόν permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |