Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mazzétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [matˈtsetto]

1 μικρή ανθοδέσμη
2 δεσμίδα
3 μπουκέτο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mazzetta mazziere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mazzafrusto (ουσ αρσ )
mazzapicchio (ουσ αρσ )
mazzata (θηλ.ουσ)
mazzeranga (θηλ.ουσ)
mazzetta (θηλ.ουσ)
mazzetto (ουσ αρσ )
mazziere (ουσ αρσ )
mazzo (ουσ αρσ )
mazzocchio (ουσ αρσ )
mazzolare (ρ. μτβ.)
mazzolino (ουσ αρσ )
mazzuola (θηλ.ουσ)
mazzuolo (ουσ αρσ )
(προσωπ. αντων.)
mea culpa (ουσ αρσ )
meandro (ουσ αρσ )
meato (ουσ αρσ )
mecca (θηλ.ουσ)
meccanica (θηλ.ουσ)
meccanicamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---