Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mazzuòlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [matˈtswɔlo]

1 σφυρί οικοδόμου που χτίζει με πέτρες
2 τουμπανόξυλο
3 ξυλόσφυρα
4 ματσόλα
5 ξύλινο σφυρί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mazzuola mé  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mazzo (ουσ αρσ )
mazzocchio (ουσ αρσ )
mazzolare (ρ. μτβ.)
mazzolino (ουσ αρσ )
mazzuola (θηλ.ουσ)
mazzuolo (ουσ αρσ )
(προσωπ. αντων.)
mea culpa (ουσ αρσ )
meandro (ουσ αρσ )
meato (ουσ αρσ )
mecca (θηλ.ουσ)
meccanica (θηλ.ουσ)
meccanicamente (επίρ.)
meccanicismo (ουσ αρσ )
meccanicista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
meccanicistico (επίθ.)
meccanico (ουσ αρσ )
meccanico (επίθ.)
meccanismo (ουσ αρσ )
meccanizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---