ItalianoGreco


mea culpa
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,meaˈkulpa]

1 επίσημη αναγνώριση λάθους (λατινική φράση)
2 ήταν δικό μου το λάθος (λατινική φράση)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---