Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmazzapìcchio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,mattsaˈpikkjo] 1 ματσόλα βαρελά 2 μπαλτάς σφαγής ζώων 3 πολεμικό πελέκι 4 εργαλείο στουπώματος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |